καταγράφω

καταγράφω
(AM καταγράφω)
1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.)
2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.)
3. συναριθμώ, συγκαταλέγω («Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται»)
νεοελλ.
κάνω απογραφή
νεοελλ.-μσν.
χαράζω κάτι στον νου μου
μσν.
διαβεβαιώ εγγράφως
αρχ.
1. χαράζω βαθιά
2. διασχίζω ελαφρά («κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ», Νόνν.)
3. αναγράφω, γράφω πάνω σε κάτι («κατέγραφον δ' εἰς τοὺς τοίχους καὶ τὸν περιφερόμενον στίχον», Πολ.)
4. σχεδιάζω, ιχνογραφώ («τὰ λοιπὰ τῶν ἔργων Παρράσσιον καταγράψαι τὸν Εὐήνορος», Παυσ.)
5. περιγράφω μαθηματικά σχήματα
6. ζωγραφίζω («γυμνὴν τοίχων ἀμορφίαν εὐανθέσι βαφαῑς χρωμάτων κατέγραψαν», Λουκιαν.)
7. στρατολογώ («σπουδῇ κατέγραφον ναύτας», Πολ.)
8. συγκαλώ με έγγραφη διαταγή («κοινοβούλιον καταγράφειν», Πολ.)
9. καθορίζω («θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως», Λουκιαν.)
10. παραχωρώ εγγράφως («ἀγροὺς καταγράφοντες», Πλούτ.)
11. προμηθεύομαι («καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῑστα ὑπὲρ τῆς κόρης ἤ χρυσίον πάμπολυ», Αιλ.)
12. υπολογίζω («δεῑπνον ἕξειν... ἑαυτῷ καὶ τοῑς παισὶ κατέγραψε», Αιλ.)
13. βλαστημώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταγράφω — καταγράφω, κατέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταγράφω — κατάγραφος drawn in profile masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάγραφος drawn in profile masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταγράφω scratch pres subj act 1st sg καταγράφω scratch pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφω — κατέγραψα, καταγράφηκα, καταγραμμένος, αναγράφω, καταχωρίζω, σημειώνω, το περνώ στα βιβλία μου: Οι ιδέες του είναι καταγραμμένες στο βιβλίο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγεγραμμένα — καταγράφω scratch perf part mp neut nom/voc/acc pl καταγεγραμμένᾱ , καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc/acc dual καταγεγραμμένᾱ , καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφετε — καταγράφω scratch pres imperat act 2nd pl καταγράφω scratch pres ind act 2nd pl καταγράφω scratch imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράψει — καταγράφω scratch aor subj act 3rd sg (epic) καταγράφω scratch fut ind mid 2nd sg καταγράφω scratch fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράψουσι — καταγράφω scratch aor subj act 3rd pl (epic) καταγράφω scratch fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγράφω scratch fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράψω — καταγράφω scratch aor subj act 1st sg καταγράφω scratch aor ind mid 2nd sg (epic ionic) καταγράφω scratch fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγεγραμμέναι — καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc pl καταγεγραμμένᾱͅ , καταγράφω scratch perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”